- Αίγυπτος
- ηχώρα στη ΒΑ άκρη της Αφρικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αἴγυπτος — the river Nile fem nom sg Αἴγυπτος the river Nile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αἰγύπτω — Αἴγυπτος the river Nile fem nom/voc/acc dual Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg (doric aeolic) Αἴγυπτος the river Nile masc nom/voc/acc dual Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αντώνιος o Μέγας — (Αίγυπτος 250; – Θήβαι, Αίγυπτος 356;). Άγιος της Ανάτ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γόνος πλούσιων χριστιανών, μετά τον θάνατο των γονέων του (ήταν τότε20 ετών) μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε ασκητής. Ο Α. έγινε ονομαστός όχι από τα… … Dictionary of Greek
Αἰγύπτοιο — Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg (epic) Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτοις — Αἴγυπτος the river Nile fem dat pl Αἴγυπτος the river Nile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτου — Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτους — Αἴγυπτος the river Nile fem acc pl Αἴγυπτος the river Nile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτων — Αἴγυπτος the river Nile fem gen pl Αἴγυπτος the river Nile masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰγύπτῳ — Αἴγυπτος the river Nile fem dat sg Αἴγυπτος the river Nile masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)